- ἀδιαφορῇ
- ἀδιαφορέωto be indifferentpres subj mp 2nd sgἀδιαφορέωto be indifferentpres ind mp 2nd sgἀδιαφορέωto be indifferentpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιάφορη ισορροπία — Ισορροπία που παραμένει ανεξάρτητα από τη νέα θέση ενός σώματος σε σχέση με το σημείο στήριξής του ή τον άξονα αιώρησής του, π.χ. μία σφαίρα πάνω σε ένα επίπεδο. Τα σώματα που βρίσκονται σε κατάσταση α.ι. έχουν το κέντρο βάρους τους πάνω στον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… … Dictionary of Greek
ζυγοστάθμιση — Εργασία που πραγματοποιείται πάνω σε περιστρεφόμενους άξονες προς αποφυγή της καταπόνησης του άξονα από τη φυγόκεντρο δύναμη. Η καταπόνηση προέρχεται από τη διαταραχή της ισορροπίας του βάρους του περιστρεφόμενου σώματος ως προς τον άξονα… … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek
πεντάμετρος — η, ο / πεντάμετρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πέντε μέτρα ή από πέντε πόδες 2. το αρσ. ως ουσ. ο πεντάμετρος (ενν. στίχος) (μετρ.) στίχος αποτελούμενος από πέντε μετρικούς πόδες, δηλαδή από δύο ημιστίχια, που περιλάμβαναν το καθένα δύο… … Dictionary of Greek
συχαρίκια — τα / συγχαρίκια, ΝΜ, και συγχαρίκεια Μ 1. δώρο σε αυτόν που φέρνει ευχάριστα νέα νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευχάριστα νέα, ευχάριστες ειδήσεις 2. συγχαρητήρια 3. φρ. «πάρ τη σκούφια μου συχαρίκια» ή «βγάλε το σκουλαρίκι σου και δώσ το για τα… … Dictionary of Greek